στραγγαλιστής

στραγγαλιστής
ο , στραγγαλιστήςίστρια η душитель, -ница (свободы и т. п.); зажимщи|к, -ца (критики) (разг )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "στραγγαλιστής" в других словарях:

  • στραγγαλιστής — ο, θηλ. στραγγαλίστρια, Ν 1. αυτός που θανατώνει κάποιον με στραγγαλισμό 2. φρ. «στραγγαλιστής τής αλήθειας» αυτός που διαστρεβλώνει, που παραποιεί την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραγγαλίζω. Η λ. στραγγαλιστής μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • στραγγαλιστής — ο αυτός που στραγγαλίζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λόντος, Τζιμ — (Κουτσοπόδι Άργους 1896 – ΗΠΑ 1975). Ελληνοαμερικανός επαγγελματίας αθλητής της ελεύθερης πάλης. Το οικογενειακό του όνομα ήταν Χρήστος Θεοφίλου, το οποίο άλλαξε όταν εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ –σε νεαρή ηλικία– και επιδόθηκε στο αγώνισμα της πάλης.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»